γαλακτοκόμος

γαλακτοκόμος
ο
ο επιστήμονας ή ο τεχνίτης που ασχολείται με την παραγωγή ή την επεξεργασία του γάλατος και των προϊόντων του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γαλακτοκόμος — ο ειδικός τεχνίτης ή επιστήμονας που ασχολείται με τη γαλακτοκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα ( κτος) + κομος < αρχ. κομώ «φροντίζω»] …   Dictionary of Greek

  • -κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτοκομία — Βλ. λ. γάλα. * * * η η τέχνη τής αύξησης τής ποσότητας τού παραγόμενου γάλακτος καθώς και διατήρησης και επεξεργασίας του για παραγωγή τών προϊόντων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλακτοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • γαλακτοκομείο — το εργαστήριο όπου συγκεντρώνεται το γάλα για επεξεργασία και παραγωγή τών διαφόρων προϊόντων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλακτοκόμος. Η λ. γαλακτοκομείον μαρτυρείται στον Αναστάσιο Πολυζωίδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”